Το 1964 με την Απέλαση από την Πόλη έγινε η τελική πράξη συρρίκνωσης της Ελληνικής παρουσίας στην Κωνσταντινούπολη.

Δανείζομαι την πρώτη παράγραφο από τον ιστότοπο της Hurriyet με τίτλο «Bilinmeyen sürgünün sergisi 20 Dolar 20 Kilo» και στα Ελληνικά «Έκθεση για την άγνωστη απέλαση 20 δολάρια 20 κιλά», οπου γράφει:

Yıl 1964. İstanbul’da yaşıyorsunuz. İsminiz bir gazetenin tehcir listesinde yayımlanıyor. Doğup büyüdüğünüz ülkeyi terk etmeniz için 48 saat ila 10 gün arasında vaktiniz var. Yanınıza yalnızca 20 kiloluk kişisel eşya ile 20 dolar karşılığı Türk lirası almanıza izin veriliyor. Ve daha önce hiç gitmediğiniz bir kentte sıfırdan bir hayat kurmanız isteniyor. Ne yapardınız?

Μετάφραση:

Το έτος 1964 ζείτε στην Κωνσταντινούπολη και δημοσιεύεται το όνομά σας σε κατάλογο υποχρεωτικής μετακίνησης κάποιας εφημερίδας. Έχετε το περιθώριο από 48 ώρες μέχρι 10 ημέρες να εγκαταλείψετε τη χώρα που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε. Μαζί σας μπορείτε να έχετε μόνο προσωπικά σας είδη μέχρι 20 κιλά και τουρκικές λίρες αντίστοιχες 20 δολαρίων. Σας ζητείται να μεταβείτε σε μια πόλη που δεν είχατε πάει ποτέ παλαιότερα και να φτιάξετε εξ αρχής τη ζωή σας από το μηδέν. Τι θα κάνατε;

Το 1963 το Κυπριακό πρόβλημα ήταν σε έξαρση με ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, τον Αυτοπεριορισμό τους σε θύλακες, μια Ελλάδα μέσα σε πολύ σοβαρά πολιτικό-κοινωνικά προβλήματα και την Τουρκία να προσπαθεί να ανορθωθεί από την οικονομική κρίση που την βασάνισε χρόνια. Στις 16 Μαρτίου 1964 η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να απελάσει τους 12.500 Έλληνες πολίτες που είχαν την ιδιότητα των «Etablis» και οι οποίοι προστατεύονταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης (Συμφωνίας Ατατούρκ και Βενιζέλου). Βέβαια στις τότε Ελληνικές οικογένειες συνηθιζόταν για διάφορους λόγους, μέλη τους να έχουν και Τούρκικη υπηκοότητα (π.χ, οι μη έχοντες τουρκική υπηκοότητα δεν μπορούσαν να έχουν ιδιοκτησίες). Συνέπεια ήταν η απέλαση να πλήξει και τα μέλη των οικογενειών τους, που η πλειονότητα τους είχε τουρκική υπηκοότητα. Εξαιτίας αυτού, μέσα σε διάστημα 6 μηνών, ο πληθυσμός της Κοινότητας μειώθηκε κατά 30%.

Οι μαζικές έξοδοι Ελλήνων Υπηκόων μονίμων κατοίκων της Πόλης, είχε δημιουργήσει ένα σωρό προβλήματα όπως τις τύχες των περιουσιών τους. Με μυστικά διατάγματα τα σπίτια και οι περιουσίες των δημευόντουσαν από το Τουρκικό δημόσιο και εσωτερικά εντός Τουρκίας χαρακτηρίστηκαν περιουσίες που οι νόμιμοι κάτοχοι τις εγκατέλειψαν και έτσι τα σπίτια αυτά περιήλθαν στο Τουρκικό δημόσιο.

Από τον Απρίλιο του 1964, κατέφθαναν οι απελαθέντες αεροπορικώς ή με λεωφορεία που κατέληγαν στην Πλατεία Βάθης, πολλοί από αυτούς μη εχοντας εξασφαλισμένη στέγη για το 1ο βράδυ, ήταν άνθρωποι έρημοι, μερικοί μάλιστα αυτοκτονούσαν μη μπορώντας να αποδεχθούν την αλλαγή και το ξεριζωμό. Οι περισσότεροι Κωνσταντινουπολίτες εγκαθίστανται στο Παλαιό Φάληρο, στα Πατήσια, στην Καλλιθέα και στις περιοχές Ζωγράφου και Παγκρατίου, ενώ λιγότεροι στα βόρεια προάστια. Όμως δεν υπήρχαν μόνο δυσκολίες στα θέματα εξεύρεσης στέγης και εργασίας στην Ελλάδα της δεκαετίας του  ́60, που μαστιζόταν από την ανεργία και την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος στις Η.Π.Α, στη Γερμανία, στην Αυστραλία κλπ. Κυριαρχούσε λόγω άγνοιας και προκατάληψη έναντι των απελαθέντων, που μέχρι και σήμερα τους αντιμετώπισαν σαν Τούρκους.

Κάποιοι αντιμετώπισαν το πρόβλημα της υπηκοότητας, οι μεν Έλληνες υπήκοοι όταν ήρθαν εδώ έτυχαν και κάποιας συμπαραστάσεως, έστω και υποτυπώδους από την ελληνική πολιτεία. Οι Τούρκοι υπήκοοι καμία, τους διώχνανε κιόλας, για να γυρίσουν πίσω , δεν τους έδιναν άδεια παραμονής και άδεια εργασίας. Αυτό κράτησε μέχρι το 1972.

Υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο,  της συναισθηματικής σχέσης με την Κωνσταντινούπολη βάσει των ακολούθων πτυχών:

  1. του δεσμού με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι εντονότερος σε όσους έζησαν στη Βασιλεύουσα για κάποιο χρονικό διάστημα και
  2. του βαθμού σύνδεσης με την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος στους Κωνσταντινουπολίτες, που έχουν βιώματα από εκεί.

Για τους ελθόντες εδώ η γενέτειρα –  ως επί το πλείστον – αποτελεί νοσταλγία και ιδιαίτερο τρόπο ζωής και παιδείας. Η υπερηφάνεια και η νοσταλγία για την Βασιλεύουσα είναι συνάρτηση του εκεί χρόνου διαβίωσής τους. Έτσι, για την πρώτη γενιά των Κωνσταντινουπολιτών του 1964, παρά τις τραυματικές εμπειρίες , η Κωνσταντινούπολη παραμένει, όπως την άφησε, ενώ ένα σημαντικό μέρος των νέων, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη μπορεί να αποτελεί απλώς τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής του ενός ή και των δυο γονέων ή παππούδων του.